Poetry by Nicholas Kokonis

ΜΑΝΝΑ ΜΟΥ
(Ο Καημός του Μετανάστη)

Απλή, αγγελική, μορφή πανώρια,
Με το μακρόσυρτό σου το φουστάνι,
Τη μάλλινη, χειρόπλεχτη ζακέττα σου,
Και το μαντήλι σου
Που ο άνεμος στα χωράφια έλυνε
Και χρυσανέμιζαν τα ξανθιά σου τα μαλλιά,

Περήφανη, αγέρωχη μορφή,
Σε στοχάζομαι τούτη τη μέρα, Μάννα μου,

Πέρα στη άλλη άκρη του Ατλαντικού
Και θυμάμαι...

Σε θυμάμαι που μου’γραφες
Κάθε φορά που, κυνηγώντας το πεπρωμένο,
Έφευγα μακρυά απ ́το φτωχικό μας:
«Γύρισε, γιόκα μου, γρήγορα γύρισε...»
Και ύφαινες του γυρισμού μου το τραγούδι
Τις μέρες και τις νύχτες της απουσίας μου.
Στην εκκλησιά,
Γονατιστή σταυροκοπιόσουνα μπροστά στους Άγιους Έναν έναν,
Ψάχνοντας να’βρεις ποιός
Του γιού σου ήθελε να γίνει κηδεμόνας.
Κι εγώ,
Πιστεύοντας πως ο Παντοδύναμος βρισκόταν μέσα μου

—μέσα στον κάθε άνθρωπο—
Ένοιωθα την ψυχή μου να σαλεύει μέσα μου

Για ταξίδια,
Λαχταρώντας μεγάλες, μακρυνές πολιτείες...

Μάννα μου,
Καιρό ’χω να σε δώ
Και σε πόνεσα.
Ώ, μη ξεχνάς, Μαννούλα,
Δεν ένοιωσα με το δικό σου αγέρα
Της ξενητειάς μου τον καημό ποτέ κοντά σου.

Νίκος Δ. Κοκκώνης 


ΟΙ ΓΕΝΝΑΙΟΙ 

Γενναίες ψυχές που τάξαν τη ζωή τους

Στο μέτρημα κάποιου ιερού αγώνα,

Για πνεύμα-ιδέα, ένα Μαραθώνα

Αγέρωχοι ως τη στερνή πνοή τους. 

 

Σε αυτών το διάβα, η Χάρυβδη κι η Κίρκη

Την ύπαρξή τους σύντομα ξεχνάνε,

‘τι μέλλονται οι γενναίοι να νικάνε

Κι η Οδύσσεια νάχει τελειωμό μ’ Ιθάκη. 

 

Γενναίες ψυχές, ‘τι στον αχό του βίου,

Μιας λαμπρονίκης την τιμή διψώντας,

Κοτινοστέφανο κυνήγησαν βραβείου! 

 

Της κοινωνίας σταυροφόροι όντας,

Καίει στα στήθια τους φως κάποιο θείο

Αχτιδοβόλημα απ’ του Γολγοθά το μεγαλείο. 

 

Νίκος Δ. Κοκκώνης

Από τη συλλογή «Ποιητικά Γυμνάσματα»