ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥ, ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ, ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο    ΠΡΩΤΟ

    ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΧΑΡΑΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Αυγούστου του 1953. Μια αμυδρή φωτεινή απόχρωση είχε απλωθεί στην ανατολική πλευρά του ουρανού, πάνω από το γκρίζο, άκαρπο Παρθένιο Όρος, και σχεδόν αμέσως το θαμπό φως της αυγής πέρασε κλεφτά στην ατμόσφαιρα, πάνω από τη γη. Τα σπουργίτια, οι αιώνιοι μαντατοφόροι του ερχομού της ημέρας, χάλαγαν τον κόσμο με τα διαπεραστικά τους τιτιβίσματα. Ο Άγγελος έκανε την προσευχή του μπροστά στο εικονοστάσι της οικογένειας, ντύθηκε και ξεκίνησε με τα πόδια για την Πόλη, την επαρχιακή πρωτεύουσα, εφτά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του, για να πάρει μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο. Ο πατέρας του είχε φύγει με το γάιδαρό του, για να πουλήσει την παραγωγή του στην πόλη. Η μητέρα του και οι δυο του αδερφές, η Σόφω και η Λεμονίτσα—και οι δυο λίγα χρόνια μεγαλύτερες απ’ αυτόν—είχαν ανέβει στους λόφους να μαζέψουν ρίγανη και λούπινα για τη λαϊκή αγορά.

    Μόλις βγήκε από το χωριό για τον προορισμό του, ο Άγγελος ένιωσε βαθιά ανακούφιση, αφήνοντας πίσω του, στο νυσταλέο ακόμη aρκαδοχώρι, τη βρώμα από τα βουνίσια γίδια και τα γουρούνια. Κατσιασμένοι πρίνοι, πικραμυγδαλιές και γκορτσιές ορθώνονταν χωρίς τάξη κατά μήκος του στενού, ελικοειδούς και σπαρμένου με λιθάρια δρόμου. Στο μικρό κάμπο η συγκομιδή των σπαρτών είχε τελειώσει και τα χωράφια κείτονταν γυμνά. Χλιαρή ομίχλη ανέβαινε ψηλά από τα άδεια αυλάκια και αιωρούνταν πάνω από τη γυμνή γη με τα κόκκινα χώματα. Από τότε που οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει βιαστικά τη χώρα πριν από μερικά χρόνια, για να σωθούν, και ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-49) είχε τελειώσει, ο Άγγελος δε φοβόταν πια να περπατάει εκεί. 

    Ο δρόμος κουλουριαζόταν σαν ερπετό γύρω από λιπόσαρκες βουνοπλαγιές και γηλόφους. Ύστερα διέσχιζε τον κάμπο, μέχρι που έπιανε γραμμή δίπλα  δίπλα με την όχθη ενός βρώμικου βαλτώδους ρεύματος που χρησίμευε ως αποδέχτης των υπονόμων της πόλης. Η βρώμα από το ρεύμα αυτό ήταν τόσο έντονη που ο Άγγελος σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να σπάσει ακόμη και τη μύτη του Ηρακλή. Παρά το γεγονός ότι οι χωρικοί το ονόμαζαν «Μαύρο Ποτάμι», αυτό δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα πλατύ χαντάκι που κουβαλούσε τα αργοκίνητα, πηχτά λύματα της πόλης, με το κουνούπι και τη μύγα πήχτρα από πάνω του. Όλα τα χρόνια οι χωριανοί παρακαλούσαν τον Παπα-Θύμιο, τον ιερέα του χωριού, να μιλήσει στους πολιτικούς του φίλους στην πόλη και να τους πείσει να σκεπάσουν το ρεύμα για την προστασία της υγείας των κατοίκων. Αυτός έπαιρνε τις ψήφους τους σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, και υποσχόταν να τους μιλήσει, μα, κατά κάποιον τρόπο, συνεχώς ξέχναγε την υπόσχεσή του.

    Στα μισά περίπου της διαδρομής, ανάμεσα στο χωριό και την πόλη, ο δρόμος γινόταν ανηφορικός, ώσπου έφτανε ψηλά κι έμπαινε σ’ ένα διάσελο, το πέρασμα ανάμεσα στους  Δίδυμους Λόφους με τα Μαύρα Πουλιά, όπου άδειαζαν τα σκουπίδια της Πόλης και τα έκαιγαν. Το ανάγλυφο του τοπίου έμοιαζε με τις καμπούρες μιας καμήλας που είχε δει ο Άγγελος σε μια φωτογραφία στη σχολική εγκυκλοπαίδεια. Καθώς περνούσε, προσπάθησε να μην εισπνεύσει την εμετική μπόχα του τόπου. Ένα κοπάδι από αδέσποτα σκυλιά περιφερόταν ένα γύρω, αναζητώντας τροφή στους πελώριους σωρούς των απορριμμάτων, ενώ μαύρα κοράκια και καρακάξες πέταγαν στον αέρα, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με τις βαριές κραυγές και τα ενοχλητικά τους στριγκλίσματα. 

Ο Άγγελος, αν και δεν ήξερε κανέναν άλλο που να ’χε πάει στο γυμνάσιο, υπερνικώντας το αίσθημα της μοναξιάς, ένιωθε συνεπαρμένος που είχε την τύχη—πρώτος αυτός—να πατήσει πόδι σ’ έναν καινούριο κόσμο, σπάζοντας τα δεσμά της απομόνωσης του χωριού του. Θυμήθηκε τον τρόπο με τον οποίο ο δάσκαλός του στο δημοτικό σχολείο, ο Νίκος Θεοχάρης, είχε, λίγους μήνες νωρίτερα, πείσει τους γονείς του να τον αφήσουν να σπουδάσει παραπέρα και να μην τον κρατήσουν στο χωριό να φυλάει γίδια. «Είναι ένα έξυπνο παιδί», τους είχε πει, ακουμπώντας τη ζεστή του παλάμη στον ώμο του Άγγελου. «Ήταν ο καλύτερός μου μαθητής, αριστούχος, με καταπληκτικές αρετές που υπόσχονται πολλά για το μέλλον. Είναι ένα παιδί που θα πάει πολύ μπροστά, αλλά αυτή τη στιγμή είναι σαν το βάτραχο που κοάζει, κολλημένος στον πάτο ενός ξεροπήγαδου. Αφήστε τον να πάει στο γυμνάσιο. Με τη μόρφωση ένας άνθρωπος σμιλεύει φτερά, ώστε να μπορεί να πετάει. Ένα παιδί πρέπει να εξελίσσεται σύμφωνα με τα προσόντα που κουβαλάει από γεννησιμιού του, ακόμη κι όταν αυτό είναι δύσκολο.»

    Πριν ακόμη αρχίσει τη δεύτερη τάξη του δημοτικού, ο Άγγελος είχε κιόλας γίνει ένας αφοσιωμένος μαθητής, κυριαρχημένος πλήρως από την επιθυμία να κατακτήσει την αρετή, δηλαδή αριστεία και ήθος. Όλα τα σχολικά του χρόνια, έπαιρνε τα βιβλία του κάθε απόγευμα και ετοίμαζε επιμελώς τις εργασίες του σχολείου με την αδερφή του τη Λεμονίτσα. Οι βίοι των αγίων, κάτι εξασέλιδα φυλλάδια που η μητέρα του αγόραζε από έναν πλανόδιο μικροπωλητή, και οι μύθοι για τους αρχαίους θεούς που είχε μάθει στο σχολείο, τον είχαν βοηθήσει να αναπτύξει πειθαρχία, η οποία συχνά έφτανε ως την αυταπάρνηση. Σχεδόν με το τίποτε ένιωθε ευτυχής. Ένα καινούριο πουκάμισο το Πάσχα ή ένα ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια κάθε δεύτερο χρόνο τον ικανοποιούσαν απόλυτα. 

    Το ίσιωμα ανάμεσα στους Δίδυμους Λόφους ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα. Ύστερα ο δρόμος γινόταν κατηφορικός, γλιστρώντας ανάμεσα από λοφίσκους και γηλόφους. Ένας δρόμος ισοδυναμεί με μια πόρτα προς τον πολιτισμό, σκέφτηκε ο Άγγελος, ανακαλώντας στη μνήμη του κάτι που είχε διαβάσει στο σχολείο. Περπατούσε κοφτά, προσπαθώντας ν’ αποφύγει τις ακαθαρσίες του δρόμου, τις πέτρες και τα ξερά, αγκαθωτά βελανίδια. Τώρα πια μόνο τρία χιλιόμετρα απέμεναν. Ολόγυρά του τα ηλιοκαμένα, γκρίζα Αρκαδικά βουνά σχημάτιζαν κλειστό κύκλο. Άγονα και βλοσυρά, αυτά τα βουνά είχαν επηρεάσει αρνητικά την ψυχολογία του όλα τα χρόνια. Μερικές φορές τον έκαναν να νιώθει τόσο απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο εγκλωβισμένος, ώστε συχνά γεννιόταν μέσα του ο απραγματοποίητος πόθος να γίνει μια μέρα Ίκαρος και με φτερά απο κερί να πετάξει πάνω απ’ αυτά.

    Ο Νίκος Θεοχάρης, όμως, που έδειχνε να έχει μια βαθιά γνώση της αρχαίας ιστορίας, είχε πει πολλά γύρω απ’ αυτά τα βουνά. Τα ονόμαζε αιώνια μνημεία, δημιουργήματα της φύσης, χωρίς αρχή και τέλος. Έλεγε ότι κάποτε ήταν πολύ πιο εύκολο ν’ ακούσεις το Θεό εκεί πάνω, παρά κάτω στις πόλεις. Χιλιάδες χρόνια πριν, σ’ αυτά τα βουνά οι Αρκάδες, οι οποίοι ζούσαν απλή φυσική ζωή, ανόθευτη από την πρόοδο που χαρακτήριζε την υπόλοιπη Ελλάδα, είχαν χτίσει ναούς δωρικού ρυθμού για τους θεούς τους: το Δία, τον πατέρα όλων των θεών, την κόρη του την Άρτεμη, την παρθένα προστάτισσα των κυνηγών, και τον Απόλλωνα το Σωτήρα, που είχε σώσει τον Αρκαδικό λαό από μια λοιμώδη αρρώστια. Εκεί είχαν γεννηθεί ο Ποσειδώνας και η Ήρα. Η Αμάλθεια, η ιερή αίγα, που είχε θρέψει με το γάλα της το Δία στη βρεφική του ηλικία, εδώ επίσης, έβοσκε. Εδώ ο Ερμής, ο πατέρας του θεού Πάνα, κατασκεύασε την άρπα, χρησιμοποιώντας για ηχείο το όστρακο μιας χελώνας και τα έντερα ενός αρνιού για χορδές. 

    Καθώς προχωρούσε ο Άγγελος, ένα αιφνίδιο δυνατό φύσημα αέρα διαπέρασε, μουρμουρίζοντας, τα κλαδιά των λίγων δέντρων που βρίσκονταν διάσπαρτα κατά μήκος του δρόμου. Ήταν μια αύρα γεμάτη υποσχέσεις. Ανάμεσα σ’ αυτόν και στα βουνά, κυμάτιζαν απαλά στην πνοή της αύρας τα αγριόχορτα στις βουνοπλαγιές με το κοκκινόχωμα. Ατενίζοντας αυτές τις βουνοπλαγιές, ένιωσε βαθιά μέσα του τη σκληρότητα του ανθρώπινου αγώνα για την επιβίωση. Ο αέρας πάνω απ’ αυτές ήταν ακόμη γεμάτος από τα πλούσια χνώτα του Δία. Εκεί πέρα οι αδερφές του μάζευαν ραδίκια και σαλιγκάρια κάθε άνοιξη, βούρλα, λούπινα και ρίγανη το καλοκαίρι. Κάποιες μέρες ο σκληρός αγροφύλακας της περιοχής δήμευε τη συγκομιδή τους και αυτές γύριζαν σπίτι κλαίγοντας και με άδεια τα χέρια.

    Προσέχοντας να μην πατήσει νωπές καβαλίνες ζώων, ο Άγγελος συνέχισε την πορεία του προς την Πόλη. Αναλογιζόμενος τα παιδιά της πόλης, ένιωσε απότομα ένα αίσθημα κατωτερότητας για το στήθος του το καχεχτικό, τ’ αυτιά του που «φέγγανε» από αδυναμία και τα λειοντύμια που φορούσε. Από τρόφιμα πάλι, δεν είχε τίποτε άλλο, παρά μονάχα ένα ξεροκόμματο μπομπότας, ψωμί από καλαμποκάλευρο δηλαδή, και μερικές σκελίδες σκόρδου—στουπωμένα όλα στην τσέπη του. Πλην όμως, στρέφοντας την προσοχή του στο απολυτήριο του δημοτικού και το αναγνωστικό της έκτης τάξης που κρατούσε στο χέρι του, ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του. Μπορούσε να νιώθει την έξαψη από τη νέα του περιπέτεια να παίζει ταμπούρλο μέσα του. Χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, αισθανόταν ότι εκείνη η ημέρα επρόκειτο να είναι διαφορετική από κάθε άλλη ημέρα στη ζωή του. 

    Επηρεασμένος από το δάσκαλο του χωριού του, είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι, ανεξάρτητα από το πώς θα τα πήγαινε στο γυμνάσιο, είχε να εκτελέσει μια αποστολή στη ζωή—κάτι σαν πεπρωμένο. Η γιαγιά του από τη μητέρα του, η Καλλιόπη, που είχε το όνομα της μούσας της επικής ποίησης και μια γλυκιά φωνή που ταίριαζε σ’ αυτό, τον είχε διαβεβαιώσει ότι όσοι έγραφαν τόσo ωραία όσο αυτός, έγιναν μορφωμένοι άνθρωποι, βρήκανε δουλειές με καλό μισθό και βοήθησαν τις οικογένειές τους. Και ενώ δούλευαν στο μυαλό του αυτά τα ονειροπολήματα, έκανε στροφή προς τα πίσω να δει το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού του που υψωνόταν κόντρα στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Το φως της αυγής που θαμπόφεγγε στο ξάγναντο των λόφων, έδειχνε τώρα λίγο πιο έντονο. Για λίγες στιγμές, στάθηκε ακίνητος να αποθαυμάσει το χρώμα του ουρανού, να αναλογιστεί τον καθημερινό μόχθο των γονέων του για την επιβίωση και να κάνει το σταυρό του. Καλέ μου Θεέ, βοήθησέ με, προσευχήθηκε σιωπηλά. Αγαπούσε το χωριό του. Ήταν ένας ιδιαίτερος τόπος γι’ αυτόν: Είχε γεννηθεί εκεί. Εκεί γνώρισε τη ζωή. Εκεί βρισκόταν όλη η ευτυχία που είχε γευτεί στον κόσμο. Αλλά τώρα—τώρα ήταν ανάγκη να φύγει. «Μπροστά στην ανάγκη, σκύβουν το κεφάλι και οι θεοί,» έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπως τους είχε πεί ο δάσκαλός του μια μέρα στην τάξη. «Ανάγκα και θεοί πείθονται.»

«Χωμένο» σε μια απόμακρη γωνιά της Αρκαδίας, μιας περιοχής τοποθετημένης από το Θεό και τη γεωγραφία στις παρυφές του κόσμου, το χωριό του συγκροτούσε μια απομονωμένη αγροτική κοινότητα με τριάντα πέντε χαμόσπιτα και ισάριθμες ααιωνόβιες μουριές. Ο Άγγελος γνώριζε κάθε σπίτι και δέντρο. Το δαχτυλιδόκλειστο από βουνά χωριό δε διέθετε ίχνος από αρχαία ερείπια, ούτε διεκδικούσε την τιμή να είναι η γενέθλια γη του Ομήρου ή κάποια άλλη διάκριση, πέρα από το να φέρει το όνομα ενός αγίου. Ήταν έρμαιο των ανέμων που διέσχιζαν τον κάμπο, σηκώνοντας ολόκληρες παράγκες στον αέρα και ρίχνοντάς τες ένα χιλιόμετρο μακριά.

Το σπίτι του Άγγελου, μικρό, πλινθόκτιστο και φθαρμένο από τις κακές καιρικές συνθήκες, ίδια τρώγλη, βρισκόταν πάνω ακριβώς στην άκρη του χωριού. Το ’χε χτίσει ο παππούς του—άνθρωπος με πολλές αρετές, αλλά θύμα κι αυτός της ανελέητης φτώχειας. Η στενή, ξύλινη πόρτα του ήταν σημαδεμένη με τρύπες από σφαίρες του Εμφύλιου Πολέμου. Μια επιγραφή, «D.D.T. 1947», γραμμένη με άσπρη μπογιά και ακανόνιστα γράμματα από τη μια ως την άλλη πλευρά της πόρτας, μαρτυρούσε ότι το σπίτι είχε απολυμανθεί για την εξάλειψη των ψύλλων, του φοβερού εφιάλτη της εποχής. Καρφωμένο στην κορυφή του πλαισίου της πόρτας, ήταν ένα σκουριασμένο αλογοπέταλο—φυλαχτό ενάντια στην κακή τύχη. Πλάι στην εξωτερική είσοδο του σπιτιού ορθωνόταν ένας μεγάλος ογκόλιθος. Ξεφύτρωνε από τη γη και έδινε την εντύπωση ότι στεκόταν εκεί αδιάκοπα από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου. Γύρω από τον ογκόλιθο, λειασμένο από τη χρήση γενεών και γενεών, συγκεντρώνονταν η φαμίλια του Άγγελου και οι γείτονες κάθε βράδυ, για να μελετήσουν τη νύχτα, να κουβεντιάσουν για το μέλλον και να ακούσουν ο ένας τις ιστορίες του άλλου για το θλιβερό παρελθόν της Αρκαδίας, μέχρι τα μεσάνυχτα και πέρα. 

    Το σπίτι είχε δυο υπνοδωμάτια, ένα για τους γονείς του Άγγελου και ένα άλλο γι’ αυτόν και τις δυο του αδερφές. Πάνω σ’ ένα σανιδένιο ράφι στη γωνία του δωματίου των παιδιών, σκεπασμένο μ’ ένα φύλλο εφημερίδας, «καμάρωνε» το εικονοστάσι της οικογένειας. Το αποτελούσαν πολλές εικόνες από χαρτόνι κι ένα μικρό καντήλι, κρεμασμένο από ένα σκουριασμένο καρφί από το ταβάνι. Η πιο μεγάλη εικόνα έδειχνε το κεφάλι του Χριστού, με το αγκάθινο στεφάνι και το αίμα να στάζει από την αριστερή πλευρά του μετώπου Του στα μάγουλά Του. Προτού πάει για ύπνο κάθε βράδυ, όπως και κάθε πρωί που σηκωνόταν από το κρεβάτι, ο Άγγελος άλλαζε τα λούπινα στο καντήλι και γονάτιζε μπροστά στο εικονοστάσι να προσευχηθεί. Η μικρή κουζίνα διέθετε ένα απλάνιστο, άβαφο, ξύλινο τραπέζι και πέντε ψάθινες καρέκλες. Μια κουρελιασμένη, μπλε κουρτίνα χώριζε την κουζίνα από το στάβλο, που στέγαζε ένα γουρούνι, μια μανάρα γίδα, δύο προβατίνες και έναν τράγο επιβήτορα. Ευκαιριακά, όταν οι αλεπούδες από το βουνό δεν είχαν πέρασμα από ’κει, κάποια κουνέλια και κοτόπουλα τριγύριζαν στην αυλή του σπιτιού. Το σπίτι του Άγγελου ήταν γνωστό ως «το σπίτι της ευωδίας», λόγω της άσχημης μυρουδιάς του τράγου που συντηρούσαν για επιπλέον εισόδημα.

    Στο βάθος πρόβαλαν τώρα μπροστά του οι παρυφές της Πόλης. Αυτός άρχισε να τρέχει σαν τρελός, κεντρισμένος από τη μοναδική του επιθυμία να φτάσει στην ώρα του για τις εξετάσεις. Όταν έφτασε στην πόλη, ο ήλιος είχε σηκωθεί δυο οργιές πάνω από το Παρθένιο Όρος. Σταμάτησε μπροστά σ’ ένα σαραβαλιασμένο διώροφο χτήριο με πέτρινους τοίχους, διάστιχτους από σφαίρες, και διάβασε τη μεταλλική επιγραφή δίπλα από τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα: «ΠΡΩΤΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΑΡΡΕΝΩΝ, ΑΝΕΓΕΡΘΕΝ ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ 1901». Πάνω στον κυρτό ξύστη, δίπλα στην είσοδο, καθάρισε την παλιά λάσπη από τα ραγισμένα του παπούτσια, προσέχοντας να μη βγούνε οι τσαρουχόπροκες και τα ημικυκλικά πέταλα που προστάτευαν τα τακούνια και τις σόλες από πρόωρη φθορά, και πέρασε μέσα. Η αριστερή του σόλα είχε λασκάρει και το δεξί παπούτσι ήταν τόσο φαγωμένο στο μπροστινό μέρος, ώστε σχημάτιζε τρύπα, από την οποία μπορούσαν να περάσουν δυο δάχτυλα. Είχε επιχειρήσει να μπλοκάρει την τρύπα, βάζοντας ένα φύλλο μουριάς στο εσωτερικό της μύτης του παπουτσιού του, που τώρα το είχε κρύψει στρέφοντάς το προς τα μέσα. Ένα αγκάθι, σφηνωμένο στο ραγισμένο του παπούτσι, τον τρυπούσε. Είχε προσπαθήσει να το βγάλει, αλλά αυτό έσπασε και το μεγαλύτερο τμήμα του είχε μείνει μέσα στη σόλα. Για ν’ αποφύγει τον πόνο, τώρα στηριζόταν πιο πολύ στο άλλο πόδι, καθώς ανέβαινε τα φθαρμένα ξύλινα σκαλιά προς το πάνω πάτωμα, όπου διεξάγονταν οι εξετάσεις. Τα κλακ - κλακ από τα χοντρά καρφιά και τα πέταλα των παπουτσιών του αντηχούσαν στο άδειο χωλ.

    Κατάκοπος και λαχανιασμένος, μπήκε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο από αγόρια. Τα περισσότερα απ’ αυτά—παρατήρησε—φορούσαν κάλτσες και καθαρά ρούχα και είχαν φρεσκοκουρεμένα μαλλιά. Κι αυτός είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια, για να γίνει ευπαρουσίαστος. Χρησιμοποιώντας το φορητό καθρεφτάκι του, είχε χτενίσει προσεχτικά τα κοντά του μαλλιά το πρωί, αφού πρώτα τα λάδωσε πολύ ελαφρά, για να γυαλίζουν. Εντούτοις, όντας ανάμεσα σε τόσα παιδιά της πόλης, ένιωθε μειονεκτικά. Έρριξε μια ματιά γύρω του, μήπως δει κανένα γνωστό πρόσωπο μέσα στο πλήθος, αλλά δε γνώριζε κανέναν έξω από το χωριό του. Νιώθοντας ασήμαντος και τιποτένιος, πήγε σε μια γωνιά της αίθουσας και στάθηκε ήσυχος στην άκρη του πλήθους.

    Ένα διπλανό παιδί, μιλώντας με αυτοπεποίθηση, είπε ότι οι εξετάσεις θα ’ταν προφορικές και γραπτές και θα κάλυπταν το μάθημα των θρησκευτικών, βασικά στοιχεία επιστήμης, γενικές γνώσεις και μαθηματικά.

    «Τι είναι τα μαθηματικά;» ρώτησε ανήσυχα ο Άγγελος, πλησιάζοντας.

    «Αριθμητική», απάντησε το αγόρι με υπεροπτικό ύφος και απομακρύνθηκε.

Ταπεινωμένος από την προφανή άγνοιά του, ο Άγγελος παρατήρησε ότι τα παιδιά της πόλης μιλούσαν με μια διαφορετική προφορά και αυτοπεποίθηση. Με το αναγνωστικό και το απολυτήριο του δημοτικού σχολείου ακόμη στο χέρι του, έπιασε πάλι τη γωνία του στην αίθουσα, γεμάτος φόβο και αγωνία. Για να τονώσει τον εαυτό του, ανακάλεσε στη μνήμη του τη σκηνή από την τελευταία του συνάντηση με τον ευγενικό του δάσκαλο. 

 

ΔΥΟ ΒΔΟΜΑΔΕΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ, Ο Νίκος Θεοχάρης είχε σταματήσει απέξω απο το σπίτι του. Ήταν ένας ευγενικός άντρας με ένα ξύλινο ποδάρι στη θέση εκείνου που είχε χάσει στο Αλβανικό Μέτωπο κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Αγαπούσε τα παιδιά, αλλά, δυστυχώς, δεν είχε δικά του. Την ημέρα της επίσκεψής του η όψη του είχε ένα χρώμα σταχτί προς το γκριζόλευκο της κιμωλίας και το μουστάκι του φαινόταν απεριποίητο.

«Άγγελε», είπε, «σου έφερα όλους τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας από το γραφείο. Για ένα μικρό διάστημα δεν υπάρχει περίπτωση να τους χρησιμοποιήσει κανένας. Κράτησέ τους μέχρι να τελειώσουν οι εξετάσεις. Ξεφύλλισέ τους. Από αυτούς μπορείς να αντλήσεις πληροφορίες γύρω από σπουδαίους άντρες και γυναίκες, όπως ο Όμηρος, ο Ιπποκράτης, ο Σωκράτης, η Κλεοπάτρα, ο Μέγας Αλέξανδρος. Θα βρεις τις απαντήσεις σ’ αυτά τα βιβλία.» Ένας βαθύς, πνιχτός βήχας, που μάταια προσπάθησε να συγκρατήσει, συγκλόνισε ξαφνικά το σώμα του. «Γέμισε το μυαλό σου με γνώσεις, Άγγελε», πρόσθεσε, καί έβγαλε το παλιό, επάργυρο ρολόι του, για να δει την ώρα.

    Ο Άγγελος ρώτησε το δάσκαλό του αν υπήρχε πιθανότητα να μπει στο γυμνάσιο.

    «Νομίζω ότι είσαι αρκετά έξυπνος να κάνεις ό,τι κι αν θελήσεις», είπε ο Θεοχάρης. Κούρντισε προσεχτικά το ρολόι του, κοίταξε την ώρα και το ξανάβαλε στην τσέπη του. Καθώς γύρισε να φύγει, είπε: «Θα σε σκέφτομαι.»

    Ο πιστός μαθητής τον κοίταζε τώρα να απομακρύνεται, συνειδητοποιώντας πικρά οτι στένευε πολύ ο καιρός που θα μπορούσε να βλέπει τον μέντορά του ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Εκτιμώντας παράλληλα και το θερμό ενδιαφέρον του γι’ αυτόν, με το να τρέχει κοντά του—αν και άρρωστος—να του φέρνει βιβλία και να τον ενθαρρύνει, συγκινήθηκε βαθιά και η στενοχώρια του για την υγεία και τη ζωή του δασκάλου του έγινε πιο μεγάλη. Γρήγορα, όμως, ξαναβρήκε τον εαυτό του. Ασφαλώς, σκέφτηκε, αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία να γίνει ένας μορφωμένος άνθρωπος, όπως είχε προβλέψει η γιαγιά του η Καλλιόπη.

    Τοποθέτησε τους μεγάλους τόμους σε μια γωνιά του σπιτιού και διάβαζε όσο μπορούσε πιο πολύ. Μέσα απ’ αυτούς τους τόμους περιηγήθηκε τα μεγαλύτερα ποτάμια και τα ψηλότερα βουνά του κόσμου. Εικόνες και βιογραφίες φημισμένων συγγραφέων, όπως του Μαρκ Τουαίν, του Βίκτορα Ουγκώ και του Τσάρλς Ντίκενς, τον καταγοήτευσαν. Μέσα του γεννήθηκε η κρυφή επιθυμία να γίνει κι αυτός κάποια μέρα μορφωμένος σαν κι αυτούς, να φοράει ρούχα σαν τα δικά τους και να γράφει βιβλία όπως αυτοί.

    

ΤΟ ΘΟΡΥΒΩΔΕΣ ΠΛΗΘΟΣ ΤΩΝ αγοριών έβγαλε τον Άγγελο από τις αναμνήσεις του και τον προσγείωσε ξανά στη σκληρή πραγματικότητα. Η διαδικασία των εξετάσεων προχωρούσε. Ένα - ένα τα αγόρια καλούνταν με τα ονόματά τους και περνούσαν μια μεγάλη πόρτα που οδηγούσε μπροστά στο λεγόμενο «Συμβούλιο των Τριών». Η πόρτα ακουγόταν βαριά και έκλεινε με σιδερένιες μπάρες. Κάθε φορά που έκλεινε, βρόνταγε λες και την ασφάλιζε κάποιος από πίσω με μια κοτρώνα.

    Η δική του σειρά ήρθε λίγο πριν από το μεσημέρι. Η πόρτα βόγγηξε, καθώς άνοιξε να τον δεχτεί. Τρεις εξεταστές κάθονταν πίσω από ένα μακρύ τραπέζι, δίπλα από ένα ανοιχτό παράθυρο. Στο μυαλό του Άγγελου στριφογύριζε ένα συνονθύλευμα από εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Είχε πάντως την ελπίδα ότι ο Θεός, με την άπειρη καλοσύνη του, δε θα αρνιόταν ετσιθελικά το μέλλον σ’ ένα παιδί που προσευχόταν γονατιστό μπροστά Του, κάθε πρωί και κάθε βράδυ, και Τον ευχαριστούσε για κάθε φέτα ψωμιού που του χάριζε. Εκείνο, βέβαια, που προσδοκούσε δεν ήταν ένα θαύμα, ή μια φανέρωση των θείων δυνάμεων, παρά μονάχα δικαιοσύνη.

Ο πρώτος εξεταστής ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας με ζαρωμένο πρόσωπο και ντυμένος με ένα μαύρο κουστούμι. Κινούνταν τόσο αργά που έδειχνε ανίκανος να κάνει οτιδήποτε βιαστικά. Ο Άγγελος φαντάστηκε να καίγεται το σπίτι του και αυτός να κινείται με την ταχύτητα που μεγαλώνει το γρασίδι, για να το σώσει. Νεύοντάς του με κυρτωμένο το δείχτη του χεριού του, ο εξεταστής κάλεσε τον Άγγελο να πλησιάσει το τραπέζι. Ο Άγγελος πήγε κοντά στο τραπέζι και στάθηκε μπροστά στον άντρα που τον κοίταζε με στοχαστικό βλέμμα σαν κουκουβάγια. Με μια σοβαρή, γαλήνια φωνή, ο εξεταστής του ζήτησε να ανοίξει το αναγνωστικό του, να διαβάσει μια παράγραφο και να του πει το νόημα. Ο Άγγελος διάβασε ένα κομμάτι που αναφερόταν στον Αβραάμ και την απόφασή του να θυσιάσει το γιο του τον Ισαάκ, επειδή το ήθελε ο Θεός. Ο εξεταστής τον ρώτησε γιατί ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και αυτός του απάντησε ανακαλώντας στη μνήμη του όσα είχε μάθει από τη Βίβλο με το Νίκο Θεοχάρη. Ο καθηγητής τότε του ζήτησε να απαγγείλει το Σύμβολο της Πίστεως και να προσθέσει δυο ετερώνυμα κλάσματα. Χωρίς καμιά δυσκολία, ο Άγγελος ανταποκρίθηκε σε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Άρχισε να χαλαρώνει. Δεν είναι και τόσο δύσκολες οι εξετάσεις, συλλογίστηκε με ικανοποίηση. 

    Ο δεύτερος εξεταστής ήταν ένας ψηλός και λιγνός άντρας, με ένα πεισματάρικο πηγούνι, θαμνώδη φρύδια και μια βαθιά φωνή. Προτού εξετάσει τον Άγγελο, αυτός ο καθηγητής του έκανε ερωτήσεις που τον εξέπληξαν: «Από ποιο χωριό είσαι;» «Πόσο μεγάλη είναι η οικογένειά σου;»  «Τι σχέδια έχεις για το μέλλον σου;» Ο Άγγελος χάρηκε που είχε την ευκαιρία να μιλήσει για το σπίτι του, τους γονείς του, τις αδερφές του—και τη φλογερή του επιθυμία να γίνει ένας μορφωμένος άνθρωπος. Ο εξεταστής του χάρισε ένα μειδίαμα, προτού προχωρήσει σε περισσότερες ερωτήσεις. «Γιατί, κατά τη γνώμη σου, οι περισσότεροι από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή εκτελέστηκαν στην Αρκαδία;»  «Τι γνωρίζεις για τα εφτά θαύματα του κόσμου;»  «Αν ήσουν ένας αρχαίος Σπαρτιάτης, πώς θα εξηγούσες τις αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου;» 

    Ο Άγγελος απάντησε όσο καλύτερα μπορούσε και μετά στράφηκε προς τον τρίτο και τελευταίο εξεταστή. Αυτός λεγόταν Ξενοφών Ζούζουλας και έμοιαζε με έντομο, μάλλον με σφήκα. Το ισχνό του πρόσωπο με τα μακρόστενα μάγουλα φαινόταν ανέκφραστο, ενώ τα μαύρα του μάτια αλλοιθώριζαν κωμικά. Δίπλα του καθόταν ένα αγόρι, με μαλλιά χρώματος καροτί, ενώ το πρόσωπό του έμοιαζε αρκετά με αυτό του εξεταστή, για να είναι γιος του. Κρατώντας σφιχτά στο κοκαλιάρικο χέρι του ένα κόκκινο μολύβι, ο Ζούζουλας έκανε νόημα στον Άγγελο να πλησιάσει πιο κοντά. 

    Ο Άγγελος κόλλησε σχεδόν στην άκρη του τραπεζιού.

    «Ποιό είναι το όνομά σου;»

    «Άγγελος Βλάχος, κύριε.»

    «Βλάχος!  Όνομα και πράμα», μουρμούρισε ο Ζούζουλας με μια ξερή, τραχιά φωνή, τονίζοντας ιδιαίτερα το επώνυμο του Άγγελου, σαν να εννοούσε χωριάτης. «Μπορείς να μου πεις ποιος ήταν ο Ναβουχοδονόσορας;»

    Ο Άγγελος ένιωσε σαν να τον είχαν έξαφνα χτυπήσει στο κεφάλι με ένα χοντρό σφυρί σιδηρουργού. Άρχισε να τρέμει από μέσα του. «Ποιος;» Το όνομα του φαινόταν τελείως άγνωστο. Ο Ζούζουλας τον περιεργάστηκε κοιτάζοντάς τον με βλέμμα χλευαστικό κάτω από τα γκρίζα του φρύδια. Φαινόταν πως είχε την ανεξέλεγκτη συνήθεια να ανοιγοκλείνει νευρικά τα μάτια του. 

    «Δεν πειράζει. Ας μιλήσουμε για θέματα επιστήμης.»

    Ο φιλόδοξος απόφοιτος του δημοτικού,  δε γνώριζε τίποτε παραπάνω για επιστήμες από ό,τι γνώριζε για Ναβουχοδονόσορες. Εντούτοις, ήταν βέβαιος ότι είχε μελετήσει σκληρά και τα έξι χρόνια του δημοτικού σχολείου, διαβάζοντας ιστορίες στον Καζαμία των γονέων του—ένα αλμανάκ των γεωργών. Αλλά τα παιδιά της Πόλης πρέπει να είχαν προοδεύσει όλο το διάστημα που αυτός και τα άλλα χωριατόπουλα μεγάλωναν σαν αφρόντιστα αγριόχορτα, μελετώντας παλιές εκδόσεις σχολικών βιβλίων σε μονοθέσια σχολεία στα βάθη της μεθόριας γκρίζας Αρκαδίας.

    «Σε ποιο φυσικό νόμο στηρίζεται η λειτουργία του σιφωνίου;» ρώτησε ο Ζούζουλας με την ξερή φωνή του, ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια του.

    Ούτε κι αυτή η ερώτηση του θύμισε κάτι από όσα ήξερε, για να απαντήσει με σιγουριά. Σκέφτηκε λίγο καί ύστερα με φωνή ραγισμένη από την ένταση, ψέλλισε: «Δε θα μπορούσα να σας απαντήσω με ακρίβεια, κύριε, αλλά έχω μεταγγίσει μούστο με ένα λαστιχένιο σωλήνα από ένα βαρέλι σε άλλο για τον πατέρα μου.» Εντωμεταξύ, εξαιτίας της απελπιστικής του άγνοιας, κουνιόταν ολόκληρος πέρα – δώθε, αμήχανα. Την ίδια στιγμή παρατήρησε ότι το αγόρι με τα καροτί μαλλιά χαζογέλαγε αυτάρεσκα. 

    «Τι είναι οι σταλαγμίτες;»

    Ο Άγγελος δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί πια. Όλες οι γνώσεις που είχε συλλέξει από τα σχολικά βιβλία, από αδέσποτες κουβέντες του καφενείου που άκουγε τυχαία στο χωριό, και από την εγκυκλοπαίδεια του δασκάλου του, είχαν γίνει ένα αξεδιάλυτο σύμφυρμα στο μυαλό του. Μερικές είχαν εξαφανιστεί τελείως, όπως το νερό που χύνεται στο σουρωτήρι. Μια τάση για εμετό ένιωσε να θεριεύει στο στομάχι του. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω στα στεγνά χείλη του και έδωσε την απάντησή του με πνιγμένη φωνή: «Νομίζω ότι είναι πετρώματα που κρέμονται από τις οροφές των σπηλαίων, κύριε!»

    «Κρέμονται!  Για όνομα του Θεού, δεν ξέρεις τίποτα;»

    «Έχω δει εικόνες τους στην εγκυκλοπαίδεια, κύριε.»

    «Δε με ενδιαφέρει πού τους είδες, αλλά οι σταλαγμίτες δεν κρέμονται. Καλώς, θα μπορούσα να είμαι επιεικής και να σε περάσω, αλλά αξίζεις κάτι παραπάνω. Θα σου βάλω ένα μηδενικό στην επιστήμη.»

    «Σας παρακαλώ, κύριε.»

    «Επόμενη ερώτηση.» Ο Ζούζουλας άνοιξε ένα βιβλίο και διάβασε, ενώ τα μάτια του αλλοιθώριζαν τώρα δραματικά, λες και ήθελαν να τον γελειοποιήσουν: «Ένας γεωργός αγόρασε ένα κάρο σανό. Το κάρο του σηκώνει χίλια πεντακόσια πενήντα κιλά. Για πόσον καιρό θα επαρκέσει ο σανός, αν κάθε ομάδα από πέντε κατσίκες καταναλώνει είκοσι πέντε κιλά την ημέρα και ο γεωργός έχει τριακόσιες δέκα κατσίκες;» 

Τώρα το μυαλό του Άγγελου είχε πήξει και δεν μπορούσε να απαντήσει. Είπε στον εξεταστή ότι είχε λύσει παρόμοια προβλήματα στο σχολείο του χωριού του και ότι θα τα κατάφερνε μάλλον να απαντήσει, αν του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει χαρτί και μολύβι. Ο εξεταστής απάντησε ότι αυτό δεν επιτρεπόταν και κάρφωσε τον Άγγελο με το τρομαχτικό βλοσυρό ύφος του. Και τότε το απολυτήριο του παιδιού γλίστρησε από το τρεμάμενο χέρι του και έπεσε στο πάτωμα. Το σήκωσε και το ξετύλιξε να δείξει στον εξεταστή τους βαθμούς και τη διαγωγή του. «Ήμουνα ένας καλός μαθητής στο χωριό μου, κύριε», μουρμούρισε. «Ο δάσκαλός μου έχει πει ότι είμαι αρκετά έξυπνος για το γυμνάσιο. Δουλεύω σκληρά, κύριε. Όταν συγκεντρώσω το μυαλό μου πάνω σε κάτι, μπορώ να το καταλάβω.» Ο Ζούζουλας, ανοιγοκλείνοντας τα αλλοίθωρα μάτια του, του ένευσε να φύγει. Ταπεινωμένος ο Άγγελος, τον παρακάλεσε να του δώσει περισσότερο χρόνο να σκεφτεί.

    «Δεν έχω στη διάθεσή μου όλη την ημέρα για σένα. Ούτε πείστηκα, τέλος πάντων, ότι η παιδεία σου πέφτει στα μέτρα σου. Δεν ωφελεί να στέλνει κανείς κάποιον σαν και σένα στο γυμνάσιο. Μη στενοχωριέσαι, όμως. Οι γονείς σου μπορούν να σε απασχολήσουν στα χωράφια. Δεν είναι έτσι;»

    Εκείνη τη στιγμή, ο Άγγελος άκουσε τις φωνές των πλανόδιων μικροπωλητών έξω το δρόμο. Μια από αυτές του φαινόταν γνώριμη: «Γογγύλια, ρίγανη, λούπινα, ραδίκια του βουνού!» Ήταν η φωνή του γυρολόγου πατέρα του, που πουλούσε τη δική του παραγωγή στις γειτονιές από το φορτωμένο γαϊδουράκι του, το γερο-Τσεβούκα. Ο Άγγελος τίναξε το κορμί του προς τα πίσω, ρίχνοντας το βάρος στις φτέρνες του, και αποχώρησε, χωρίς καν να απαντήσει στον εξεταστή. Διέσχισε την αίθουσα και βγήκε έξω, έχοντας βαθιά επίγνωση του πόσο φτωχά ζούσαν αυτός και η οικογένειά του.

    Μέσα στο πλήθος των παιδιών που γέμιζαν την αυλή του σχολείου με τον ψηλό περίβολο, δεν τον κοίταζε ακόμη κανένα με φιλική διάθεση. Το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτόν και τα άλλα παιδιά ήταν πολύ μεγάλο για οποιαδήποτε τέτοια οικειότητα. Αυτός δεν καταλάβαινε από χάσματα, αλλά αυτό που ζούσε ήταν πιο σίγουρο και απο την καλύτερη λογική ανάλυση. Κάθισε πάνω σε μια πέτρα σε μια γωνιά της αυλής, όπου μια συκιά, με φανερά τα σημάδια ανθρώπινης κακομεταχείρισης, ορθωνόταν κάτω από το λαμπρό ήλιο. Κάποια παιδιά κουβέντιαζαν και έπαιζαν κάτω από τον ίσκιο του δέντρου. Τα πιο πολλά από τα κλαδιά του δέντρου, χαμηλά και γερμένα, αιωρούνταν πάνω από τη σχολική αυλή, αλλά οι ρίζες του βυθίζονταν στο χώμα της πίσω αυλής του γειτονικού σπιτιού, έξω από το μαυρισμένο απο τον καιρό περίβολο του σχολείου. 

Ο Άγγελος ένιωθε άθλια, καθώς σκεφτόταν τις προφορικές εξετάσεις. Αντιλαμβανόταν ότι μάλλον είχε χάσει ένα σπουδαίο κομμάτι της ζωής του με το να ζει στο χωριό και έξαφνα ένα μίσος φούντωσε μέσα του για τον κόσμο που τον είχε καταδικάσει να μεγαλώσει τόσο φτωχός και αμαθής. Ευχήθηκε να μπορούσε να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί πάλι σε μια ευκατάστατη οικογένεια της πόλης. Ξαφνικά αποσπάστηκε από τις σκέψεις του, όταν ένα από τα αγόρια άρχισε να ταρακουνάει τα κλαδιά της συκιάς με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει ένα όψιμο φρούτο πάνω τους. Στο λεπτό, η διαπεραστική φωνή μιας γυναίκας αντήχησε από το μπαλκόνι του διπλανού σπιτιού: «Μακριά από τη συκιά μου, κουτσουροκέφαλα, αλλιώς θα σας στρίψω το λαρύγγι.»

    «Αυτός τό ’κανε», είπε το παιδί, δείχνοντας τον Άγγελο με το δάχτυλο. «Να, αυτός!»

    Ξαφνιασμένος, ο Άγγελος κοίταξε πάνω και είδε στο μπαλκόνι μια μεσόκοπη γυναίκα να αφρίζει από το κακό της. Προτού προλάβει να κουνηθεί από τη θέση του, η γυναίκα άδειασε ένα μεγάλο κουβά νερό κατά πάνω του. Το κρύο νερό τον κατάβρεξε ολόκληρο, ενώ η γυναίκα έβριζε σκούζοντας: «Θα σε μάθω ’γω, μπάσταρδε, να μην ξανακουμπήσεις τη συκιά μου. Αν σε δω να κάνεις πάλι τα ίδια, θα σου απολύσω το σκυλί.»  

    Ο Άγγελος σκούπισε τα νερά από τα μάτια του και μετακινήθηκε σε μια άλλη γωνία της αυλής του σχολείου, κοντά στα αποχωρητήρια, όπου είχαν συγκεντρωθεί μερικά χωριατόπουλα. Κάθισε κάτω, απόθεσε δίπλα του το αναγνωστικό και το απολυτήριο κι έβγαλε από την τσέπη του το κολατσιό του. Η μπαγιάτικη μπομπότα, σκληρή σαν πέτρα, του πλήγωνε τα ούλα. Το σκόρδο του ’καιγε ολόκληρο το στόμα και δεν είχε ούτε μια γουλιά νερό. Λίγο μετά, κι ενώ το σκόρδο του ’φερνε μια τρομερή καούρα στο στομάχι, ακολούθησε τ’ άλλα παιδιά πάλι μέσα, για τις γραπτές εξετάσεις. 

Οι υποψήφιοι κάθισαν σε παλιά ξύλινα θρανία, σε μια πελώρια αίθουσα που μύριζε από σκόνη κιμωλίας. Ένας καθηγητής έγραφε ερωτήσεις στον πίνακα, ενώ δυο άλλοι μοίραζαν μολύβια και κόλλες διαγωνισμού. Το πρώτο θέμα ζητούσε να γράψουν μια έκθεση με τίτλο «Οι στόχοι μου για το μέλλον». Για λίγα λεπτά, ο Άγγελος έμεινε ακίνητος, κρατώντας το κεφάλι του με τις παλάμες. Σκέφτηκε πάρα πολύ, προτού τελικά πιάσει το μολύβι στα χέρια του. Έγραψε εκτεταμένα ότι θά ’θελε να μοιάσει του πατέρα του και του δασκάλου του στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, παραθέτοντας πιστά ό,τι είχε ακούσει και από τους δυο τους όλα τα χρόνια—ιδιαίτερα τις προσφιλείς τους παροιμίες και τα γνωμικά. Τόνισε ότι οι δυο αυτοί άντρες είχαν γίνει μέρος του εαυτού του και ότι απ’ αυτούς είχε πάρει μαθήματα αγάπης, σκληρής δουλειάς και πειθαρχίας. 

    Ενώ έγραφε, έκανε τη διαπίστωση ότι ο κόσμος φαινόταν να συγκροτείται από δυο ξεχωριστές ομάδες παιδιών: τα καλοθρεμμένα, εκλεπτυσμένα παιδιά της πόλης, που μοσχομύριζαν από σαπούνι και ζεστό νερό, και τα ρακένδυτα, ηλιοκαμένα παιδιά της επαρχίας, με τα σημαδεμένα από επουλωμένα τραύματα γόνατα και τα πισινά τους να φαίνονται από τα φθαρμένα κοντά παντελόνια τους, που ανάδιδαν μυρουδιές από βουνίσιο θυμάρι και σκόρδο. Ο Νίκος Θεοχάρης είχε χρησιμοποιήσει κάποτε δυο λέξεις περιγράφοντας τους αρχαίους Ρωμαίους: πατρίκιοι και πληβείοι. Αυτή η ταξινόμηση φαινόταν πως ταίριαζε απόλυτα και για τα παιδιά που έγραφαν στην τάξη. Προφανώς, ο Θεός, στα πλαίσια της άγιας και σοφής Του πρόνοιας, είχε κρίνει σωστό μερικοί άνθρωποι να είναι πλούσιοι και μερικοί φτωχοί, μερικοί κάτοικοι της πόλης και μερικοί απλοί άνθρωποι του βουνού. Μια αιφνίδια αίσθηση ότι είχε εγκαταλειφτεί από το Θεό, πλημμύρισε την ψυχή του Άγγελου. 

    Αφού έγραψαν τις εκθέσεις τους, οι υποψήφιοι εξετάστηκαν στη γραμματική, τα θρησκευτικά και σε γενικές γνώσεις. Μέσα στην ήσυχη αίθουσα, ο Άγγελος έγραφε επί τρεις ώρες συνέχεια, γρήγορα και καθαρά, οδηγώντας την πένα του από σελίδα σε σελίδα πάνω στην κόλλα του. Έλεγξε και ξαναέλεγξε τις απαντήσεις του, μέχρι που έμεινε πλήρως ικανοποιημένος. Άφησε κάτω το μολύβι του και όρθωσε το κορμί του να θαυμάσει το έργο του. Ήταν ο τελευταίος που τελείωνε. Παρέδωσε τα γραπτά του και βγήκε έξω ζαλισμένος. Δεν μπορούσε να αξιολογήσει τι είχε καταφέρει—αν πράγματι είχε καταφέρει κάτι. Για ένα πράγμα ένιωθε σίγουρος, όμως: Ότι η ζωή σ’ αυτή την πόλη δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι γινόταν στο χωριό του, εφτά χιλιόμετρα πιο πέρα απ’ αυτή. Η Πόλη φαινόταν χυδαία, σκληρή σαν τη Βαβυλώνα, για την οποία είχε διαβάσει στην εγκυκλοπαίδεια. Αν πετύχαινε στο γυμνάσιο, δεν ήξερε αν θα μπορούσε να επιβιώσει σ’ αυτό το περιβάλλον.

    Ο ήλιος είχε γείρει προς τη δύση, έτοιμος να βυθιστεί πίσω από τον ορίζοντα, όταν ο Άγγελος πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του. Περπατούσε αργά, αποκαμωμένος από τις εξετάσεις. Κάπου κοντά, ακούστηκε ένα κατσικοκούδουνο κι ένα κοπάδι βέλαξε, σαν νά ’θελε να τον καλωσορίσει που ξαναγύριζε στο χωριό. Τα βαριά κοάσματα των καλοθρεμμένων βατράχων γέμιζαν τον αέρα και τα κουνούπια και οι μύγες βούιζαν δυνατά, καθώς πλησίασε το πέτρινο γεφύρι στην απότομη στροφή του Μαύρου Ποταμού. Δίπλα στο δρόμο διέκρινε ένα παλιό αναμνηστικό προσκυνητάρι, με ένα καντήλι και μια εικόνα. Ηταν το προσκυνητάρι του Αγίου Αντωνίου, του προστάτη των φτωχών και των αρρώστων, των χοίρων και των χοιροβοσκών, που του θύμισε ότι το γεφύρι είχε γίνει θέατρο πολλών ατυχημάτων. Σε ένα από αυτά τα ατυχήματα, ο γείτονάς του ο Μπαρμπα-Φώτης είχε χάσει τη σούστα του και τη γυναίκα του. Το δυστύχημα είχε σφραγίσει την ψυχή του ηλικιωμένου άντρα με αισθήματα ενοχής και ντροπής και με μια βαθιά λύπη που καθρεφτίζονταν ακόμη στα βαθουλωτά καστανά μάτια του. Το πραγματικό όνομα του γέροντα ήταν Φώτης Σοφούλης, αλλά ο Άγγελος τον προσφωνούσε πάντοτε «Μπαρμπα-Φώτη» με σεβασμό, σαν να ’ταν θείος του. Με τη σειρά του, ο Μπαρμπα-Φώτης ενεργούσε σαν νά ’βλεπε στον Άγγελο ένα δικό του γιο και είχε πάντοτε πρόχειρη μια καλή συμβουλή γι’ αυτόν. 

Ο Μπαρμπα-Φώτης φερόταν φιλικά στους ανθρώπους και ήταν αγαπητός απ’ όλους. Μεγάλος στα χρόνια σαν τα ψηλά βουνά, περνούσε τώρα ήσυχα τη ζωή του σαν κούκος, στις δυτικές παρυφές του χωριού, κοντά στο σπίτι του Άγγελου. Το πρόσωπό του, σουφρωμένο και αυλακωμένο από τα χρόνια, ήταν άσαρκο και τραχύ. Τα αραιά, άσπρα γένια του κρέμονταν από το πηγούνι του αλύγιστα, σαν να ’ταν κολλημένα με ξυλόκολλα. Το ψηλό μέτωπό του χανόταν μέσα στα γυρισμένα προς τα πίσω χνουδάτα μαλλιά του. Μασούσε πάντοτε ένα γαρίφαλο, ανάσαινε βαριά και έβηχε ακατάσχετα. Μια μέρα, ο Άγγελος θέλησε να μάθει γιατί έβηχε τόσο πολύ. «Στον πόλεμο», απάντησε ο Μπαρμπα-Φώτης, «όταν μας πίεζε η ανάγκη να καπνίσουμε και δεν είχαμε καπνό, καπνίζαμε φύλλα από δέντρα και άλλα τέτοια ‘σκατά’. Ο,τιδήποτε έκανε το φοβερό αέρα και το κρύο πιο υποφερτά.» 

    Ο Άγγελος έκανε θελήματα στον Μπαρμπα-Φώτη κι αυτός το εκτιμούσε. Μερικές φορές ο γέροντας έφτανε στο σημείο να βάλει το χέρι στην τσέπη και να του δώσει ένα μικρό νόμισμα—παρόλη τη φτώχεια του. Ένα βράδυ, ενώ ο Άγγελος τον βοηθούσε να φορτώσει το γαϊδούρι του, του εκμυστηρεύτηκε ότι για ένα μεγάλο διάστημα, αφότου έχασε τη γυναίκα του, ένιωθε τόσο μεγάλο ψυχικό πόνο που σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Τρομαγμένος, ο Άγγελος θέλησε να μάθει το γιατί. «Ένιωθα άχρηστος χωρίς τη Βασίλω μου, παιδί μου», αποκρίθηκε ο γέροντας. «Ήμασταν σαν δυο μυλόπετρες. Πώς είναι δυνατό να δουλέψει η μια χωρίς την άλλη; Αν ο Παντοδύναμος γνωρίζει ότι δεν είναι καλό για ένα πλάσμα Του να ζει μόνο του, γιατί επιτρέπει να γίνονται τέτοιες τραγωδίες;» Στο τέλος, ο Φώτης Σοφούλης προτίμησε το πιοτό από την αυτοκτονία. Όμως κατάφερνε να πηγαίνει από το καφενείο στο σπίτι του πάντοτε με τα πόδια τουκαμιά φορά βοηθούμενος από το μπαστούνι τουκαι το πρωί ήταν ο πρώτος που ξύπναγε στη γειτονιά. 

    Ο Άγγελος αναθυμήθηκε το γέροντα γείτονά του, καθώς άφησε πίσω του το προσκυνητάρι του Αγίου Αντωνίου. Ο ήλιος είχε δύσει και ένα απαλό, πορφυρό χρώμα πλημμύριζε το μικρό κάμπο. Κατά την ανατολή, το Παρθένιο Όρος φάνταζε ακόμη κίτρινο από το ηλιακό φως. Ώσπου να φτάσει στο σπίτι του, είχε βραδιάσει και τώρα βασίλευε σιγαλιά, ενώ τα γκρίζα βουνά γύρω – γύρω είχαν αρχίσει να ρίχνουν τον επιβλητικό τους ίσκιο πάνω στη γη.

    Οι αδερφές του καθάριζαν την πίσω αυλή τραγουδώντας, καθώς σκούπιζαν. Η μητέρα του προσπαθούσε να αρμέξει τη γρια μανάρα γίδα τους και ο πατέρας του, που είχε γυρίσει από το πλανόδιο εμπόριο, στερέωνε τα παχνί του τράγου. Τα παντελόνια του ήταν πασαλειμμένα με λάσπη και τα κουρελιασμένα μανίκια του ανασηκωμένα, αποκαλύπτοντας τη μεγάλη λαβωματιά πάνω στον αριστερό του βραχίονα που είχε φέρει στο σπίτι από το Αλβανικό Μέτωπο.

    «Τι σε ρωτήσανε στην πόλη, γιε μου; Τίποτα σπουδαίο;» ρώτησε ο πατέρας του, βγάζοντας ένα τσιγάρο από το γείσο της πάνινης τραγιάσκας του. Πάντοτε αγόραζε χύμα τσιγάρα—δύο ή τρία ΕΘΝΟΣ τη φορά—γιατί δεν έβγαινε ν’ αγοράσει ολόκληρο πακέτο. 

    «Για τους άθλους του Ηρακλή, τα εφτά θαύματα του κόσμου και άλλα πράγματα, Πατέρα.»

    «Εφτά; Τι συνέβη στο όγδοο, παιδί μου;  Δε σε ρωτήσανε γι’ αυτό;»

    Ο Άγγελος έμεινε αποσβολωμένος, σίγουρος ότι ακόμη και στον Καζαμια εφτά θαύματα μνημονεύονταν. Γνώριζε επίσης ότι ο πατέρας του ήξερε τόσο λίγα γράμματα που έγραφε λάθος το ίδιο το όνομά του, οποτεδήποτε έπρεπε να υπογράψει ένα κρατικό έγγραφο. Αλλά, αν υπήρχε ένα όγδοο θαύμα, ποιο άραγε να ήταν αυτό; 

Ο πατέρας του ίσιωσε αργά το τσιγάρο του. Ύστερα έβγαλε τον παλιό του αναφτήρα, που λειτουργούσε με στουρναρόπετρα, ατσάλι και ίσκα, άναψε το τσιγάρο του και είπε χαμογελαστά. «Αυτή τη στιγμή το κοιτάζω εγώ, γιε μου.» 

    Ο Άγγελος αντέδρασε, έκπληκτος, με ένα πιο πλατύ χαμόγελο. Δεν αμφέβαλε ποτέ για την αγάπη του πατέρα του, αλλά ο πατέρας του δεν ήταν συνήθως τόσο εκδηλωτικός. Η μητέρα του διέκοψε το άρμεγμα και ανασήκωσε το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνω, Δήμο», μουρμούρησε. «Το παιδί δεν τη χρειάζεται όλη αυτή τη μόρφωση. Θά ’ταν καλύτερο να ξεχάσει τα βιβλία και να μείνει στο χωριό να μας βοηθάει.»

    Ο Άγγελος ήξερε ότι η μητέρα του τον αγαπούσε με όλο το πάθος της ψυχής που διαθέτει μια γυναίκα του χωριού για το μοναχογιό της. Αυτό, πίστευε, την έκανε να μη θέλει να τον αφήσει να φύγει.

    «Ο Άγγελος είναι ένα έξυπνο παιδί και του αξίζει μια καλύτερη τύχη», είπε ο πατέρας του. «Δε θυμάσαι τι είπε ο δάσκαλος, βρε γυναίκα;»

    «Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε σ’ αυτό το σπίτι είναι πιο πολλά έξοδα, Δήμο», συνέχισε εκείνη. «Δε θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα. Εξάλλου, τα γράμματα είναι γι’ αυτούς που ζούνε σε μεγάλα σπίτια στην πόλη, τρώνε κρέας και φοράνε ωραία ρούχα. Εμείς με το ζόρι κρατούμε το κεφάλι μας πάνω από το νερό!  Δε βλέπεις ότι δεν μπορώ να γεμίσω ούτε μια κούπα γάλα από τη μανάρα μας; Ας του αγοράσουμε μερικές κατσίκες να τις φροντίζει.»

    «Δε πειράζει, γυναίκα. Θα τα καταφέρουμε με κάποιον τρόπο.»

    «Έχω ένα προαίσθημα ότι ο γιος μας μάλλον δε θα γυρίσει πίσω, αν φύγει από το χωριό για την πόλη», είπε εκείνη με μια τρυφερότερη φωνή. «Είναι σαν το όνειρο που βλέπω συνεχώς. Το παιδί ετοιμάζεται να πάει ένα ταξίδι και ένας καταραμένος κούκος εμφανίζεται κάθε φορά. Όταν πια επιστρέφει από το ταξίδι, κάποιο κακό μας έχει χτυπήσει. Συμβαίνει όπως τότε που εσύ πήγες στον πόλεμο, Δήμο, και ξαναγύρισες πληγωμένος.»

    «Μη δίνεις σημασία στα όνειρα. Είναι η πραγματική ζωή που μετράει.»

    Για να ξεκαθαρίσει το ζήτημα, η μητέρα του Άγγελου τον έστειλε στο σπίτι της θείας του της Άννας να δανειστεί τον Ονειροκρίτη της, ένα μικρό εγχειρίδιο ερμηνείας των ονείρων. 

Η θεία του, η Άννα Μαλαμή, πρώτη ξαδέρφη της μητέρας του, δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτή. Μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, χωρίς παιδιά, ήταν τόσο γλυκιά και δεχόταν με τέτοια καλοσύνη τον Άγγελο, που αυτός την ένιωθε για πραγματική του θεία. Είχε ένα μακρύ πηγούνι με μια μεγάλη, μαύρη κρεατοελιά στη δεξιά του πλευρά. Από την κρεατοελιά ορθώνονταν σπήρες από γκρίζες τρίχες, σχηματίζοντας ολόκληρο βόστρυχο. Η σάρκα ανάμεσα στα χείλη και τη μύτη σχημάτιζε αυλάκι από τις ζάρες, και δυο δόντια σφραγισμένα με χρυσό άστραφταν μέσα στο στόμα της. Αν και κουτσή, ήταν ευγενική και υπομονετική σαν αγία, όπως την έβλεπε ο Άγγελος. Αντίθετα με τους περισσότερους ανθρώπους του χωριού, οι οποίοι απέδιδαν πάντοτε στο Θεό τις κακοτυχίες τους, η Άννα Μαλαμή δεν είχε δείξει ποτέ νά ’χει κάποιο παράπονο για τη μοίρα της. Στην κουζίνα της διατηρούσε ένα καντήλι, αναμμένο κάθε ημέρα, καθώς και αρκετές εικόνες και χειροποίητα κεριά, για να κάνει το Θεό να νιώθει σαν στο σπίτι Του. Στο χωριό, όλοι μιλούσαν για μια «καλότυχη» γυναίκα, επειδή τύχαινε να είναι σύζυγος ενός μπρούκλη. 

    Ο άντρας της, ο Βασίλης Μαλαμής, είχε πάει στην Αμερική στα νιάτα του, γύρισε στο χωριό να παντρευτεί και αναχώρησε πάλι μερικούς μήνες αργότερα. Αφού δούλεψε στην Εταιρεία Σιδηροδρόμων της Πενσυλβάνιας για τριάντα ένα χρόνια, επανήλθε μόνιμα στο χωριό ως συνταξιούχος και με το όνομα Μπιλ Μάλαμ. Ο Μπιλ Μάλαμ, όμως, δεν είχε πια καμιά σχέση με  τον αδύνατο και ταπεινό νέο που ήξερε το χωριό. Είχε γίνει ένας παχύς, μονόχνωτος και εγωιστής άντρας—απαίσιος όπως ένα μνησίκακο φάντασμα. Όσο αγαπούσε το Johnny Walker του, άλλο τόσο καταφρονούσε τους συγχωριανούς του. Περηφανευόταν ότι ήταν ένας Αμερικανός και μιλούσε υποτιμητικά για τους συγχωριανούς του επειδή, λέει, δεν πλένονταν αρκετά συχνά. Στο καφενείο, στην πλατεία του χωριού, δεν πάταγε ποτέ. Οι άνθρωποι δεν του έδιναν πια καμιά σημασία. Αντίθετα, τον θεωρούσαν έναν τίποτα. 

    Αλλά ο θείος Μπιλ και η Θεία Άννα είχαν χρήματα. Η Θεία Άννα είχε μια ραπτομηχανή SINGER—πράγμα σπάνιο για το χωριό—και το σπίτι τους διέθετε λευκές χνουδάτες πετσέτες, ολόκληρα σύνολα από πιάτα και πολλές άλλες ανέσεις, που δεν τις έβρισκες σε άλλα σπίτια. Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, όταν ο Άγγελος έλεγε τα κάλαντα, η θεία του του ’δινε περισσότερα χρήματα από οποιονδήποτε άλλο. Πολύ σπάνια μια οικογένεια στο χωριό θα ’δινε χρήματα στα παιδιά για τα κάλαντα. Βασικά τους έδιναν καρύδια και κάστανα—κούφια τα πιο πολλά. Αλλά, η Θεία Άννα, παρόλη τη μεγάλη καλοσύνη και χάρη της και ενώ είχε αρκετά χρήματα να αγοράζει ό,τι ήθελε, δεν είχε δώσει ποτέ στον Άγγελο δολάρια, που εκείνος τα λαχταρούσε τόσο πολύ. Μια φήμη στο χωριό έλεγε ότι ο θείος Μπιλ της απαγόρευε να τα κυκλοφορεί έξω, καθώς η φιλαργυρία και η τσιγγουνιά του δεν είχαν όρια. Αν ποτέ πήγαινε στο κοιμητήρι του χωριού ν’ ανάψει το καντήλι στο μνήμα του πατέρα του και έβρισκε ένα φύλλο μουριάς πεσμένο στο δρόμο, θα το μάζευε και θα το πήγαινε σπίτι να ταϊσει τα κουνέλια του. 

    Ωστόσο, ο Άγγελος επισκεπτόταν συχνά τη Θεία Άννα, ιδιαίτερα όταν ήταν στενοχωρημένος ή πεινούσε, ξέροντας οτι θα του ’δινε πάντοτε ένα κομμάτι κέικ και θα του ’λεγε και μια καλή κουβέντα, προτού φύγει. Όταν έφτασε στην τετάρτη τάξη του δημοτικού, η θεία του άρχισε να του αναθέτει να ποτίζει τα λουλούδια στο μπαλκόνι και στην αυλή της τα καλοκαίρια, πράγμα που ο Άγγελος εκτελούσε με μεγάλη ευσυνειδησία. Η αυλή της, όπως ολόκληρο το σπίτι της, απέπνεε πάντοτε τη φρεσκάδα του νερού. Πραγματικά!  Οποτεδήποτε περνούσε ο Άγγελος από εκεί, οσφραινόταν το «άρωμα» του φρέσκου νερού. Επρόκειτο για την αίσθηση του πράσινου και του ευχάριστου, την αίσθηση της ζωής και του πλούτου. Γεμίζοντας τον κόρφο και τις τσέπες του με ρόδια, καρύδια και δαμάσκηνα από τα δέντρα, όταν έβγαινε να φύγει, σιγοψιθύριζε κάθε φορά στον εαυτό του: «Θείε Μπιλ, τώρα είμαστε πάτσι.»

    Τώρα, ο Άγγελος δανείστηκε της Θείας Άννας τον Ονειροκρίτη Χιλίων Ονείρων, πήρε το γλύκισμά του και γύρισε σπίτι. Άνοιξε το πολυχρησιμοποιημένο φυλλάδιο με τα κουλουριασμένα κίτρινα φύλλα του, βρήκε το συγκεκριμένο λήμμα και διάβασε δυνατά την ερμηνεία του ονείρου της μητέρας του: «Αν δεις κάποιον που ετοιμάζεται για ταξίδι και συνάμα δεις έναν κούκο, φοβερά εμπόδια θα αντιμετωπίσεις στη ζωή σου.»

    «Το ’ξερα», είπε η μητέρα του. «Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει, παιδάκι μου.»

    Ο Άγγελος είπε στους γονείς του ότι δεν πεινούσε. Έκανε τη βραδινή προσευχή του μπροστά στο εικονοστάσι της οικογένειας και χώθηκε στο κρεβάτι του νηστικός, σιωπηλός και στενοχωρημένος. Αλλά δεν επρόκειτο να περάσει μια καλή νύχτα. Γι’ αυτό δεν ευθύνονταν τόσο τα κουνούπια που βούιζαν τριγύρω. Μ’ αυτά είχε πια εξοικειωθεί πολύ καλά. Στενοχωριόταν για τις αστοχίες του στις εξετάσεις. Τον βάραινε το αίσθημα της ενοχής, που δεν είχε προετοιμαστεί καλύτερα, και ένας τρόμος γέμιζε την ψυχή του, καθώς αναλογιζόταν ότι δεν είχε καμιά ελπίδα να μπει στο γυμνάσιο. 

Όμως, ένα βράδυ, δυο βδομάδες αργότερα, όταν ο πατέρας του γύρισε σπίτι, αφού πούλησε τα κηπευτικά του στις γειτονιές της πόλης, του έφερε τα πιο ευχάριστα νέα της ζωής του: «Γιε μου, πέτυχες στο γυμνάσιο! Από τετρακόσιους υποψήφιους μόνο πενήντα έξι περάσανε, λέει.»

    Ο Άγγελος έτρεξε στο παλιό σπίτι της γιαγιάς του της Καλλιόπης στην άλλη άκρη του χωριού. Μπαίνοντας στην αυλή της, ξέσπασε αμέσως σε κραυγές θριάμβου: «Γιαγιά, επέτυχα! Επέτυχααα!» φώναζε πασίχαρος, σαν να τραγουδούσε ένα νικητήριο άσμα. «Επέρασααα!» 

Στο θαμπό φως του λαδολύχναρου, που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα της, η γιαγιά του τον υποδέχτηκε λες και είχε κατακτήσει τον κόσμο. Δάκρυα κύλησαν στα κοκαλιάρικα μάγουλά της και τα μαραμένα σταχτόχρωμα μάτια της πλημμύρισαν από χαρά και περηφάνια. Το ζαρωμένο πρόσωπό της φωτίστηκε από μια μυστηριώδη λάμψη. «Άγγελε, χρυσό μου παιδί, θα γίνεις ένας μορφωμένος και ευκατάστατος άνθρωπος μια μέρα», είπε γλυκά με φωνή που έτρεμε. Τον βεβαίωσε ότι η επιτυχία του ήταν πράγματι «έργο του Υψίστου». Αυτός αγκάλιασε τη γιαγιά του και βγήκε από την πόρτα σαν αστραπή να διαδώσει τα νέα του.

    «Περίμενε!» του φώναξε εκείνη. Με το τρεμάμενο χεράκι της έβγαλε από ένα συρτάρι μια χάρτινη εικόνα, μεγέθους παλάμης, και του την έδωσε. «Πάρε την και έχε την μαζί σου πάντοτε—για προστασία.»

    Ο Άγγελος χάρηκε που θα ’χε μια εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπήκοου. Από το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο, ήξερε ότι η αυθεντική εικόνα, που ’χε βρεθεί σ’ ένα κοντινό μοναστήρι, ήταν έργο του ίδιου του Ευαγγελιστή Λουκά και είχε θαυματουργικές ιδιότητες. Ευχαρίστησε τη γιαγιά του και έφυγε γελώντας και κλαίγοντας μαζί από χαρά. Πόσο γλυκά ένιωθε τα πρώτα δάκρυα ευτυχίας στη ζωή του! Γελούσε τόσο πολύ που τον πονούσαν τα πλευρά του. Ολόγυρά του, τα βουνά της Αρκαδίας αντηχούσαν από τις φωνές του. «ΕπέτυχαααΕπέτυχααα

    Στο γυρισμό του για το σπίτι, έπεσε πάνω στο Νίκο Θεοχάρη που επέστρεφε στο σπίτι του από το καφενείο. Το σκυλί του, ο Μούργος, τον ακολουθούσε από κοντά. «Μπράβο, Άγγελε», είπε ο δάσκαλός του με έκδηλη αγαλλίαση. «Ωραία τα κατάφερες!  Ξέρεις ότι είσαι το πρώτο αγόρι από το χωριό μας, τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, που θα πάει στο γυμνάσιο; Μην εγκαταλείψεις ποτέ τον ευγενικό πνευματικό αγώνα δρόμου. Και μακάρι να είσαι πάντοτε τόσο χαρούμενος όσο απόψε. Αλλά να θυμάσαι, η φύση των πραγμάτων είναι τέτοια, ώστε μέσα από κάθε επιτυχία, ανεξάρτητα από το είδος της, ανακύπτει κάτι που κάνει αναγκαίο έναν πιο σπουδαίο αγώνα. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις συνέπειες των πράξεών του.»

    Τα λόγια του δασκάλου του εντυπωσίασαν τον Άγγελο όσο ποτέ μέχρι τότε. Ένιωσε περήφανος που κάποιος τόσο σπουδαίος είχε τόσο μεγάλη γνώμη γι’ αυτόν. Δεν πρόλαβε καλά - καλά να πει «Καληνύχτα» ο δάσκαλός του και ο Άγγελος άρχισε να ονειρεύεται πως θα γινόταν ένας μορφωμένος άνθρωπος σαν κι αυτόν. Παραβγαίνοντας με τον ίσκιο του και νιώθοντας ευτυχής που, έστω και μετά βίας, είχε περάσει στις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου, γύρισε σπίτι του. Η μητέρα και οι αδερφές του ετοίμαζαν ένα δείπνο από βραστά λάχανα και πατάτες. Η μητέρα του του ζήτησε να πάει να αγοράσει φωτιστικό πετρέλαιο για τη λάμπα τους, πέντε σπίρτα και τρία τσιγάρα για τον πατέρα του. Με ένα άδειο μπουκάλι κρασιού για δοχείο, ο Άγγελος έτρεξε στο μπακάλικο του χωριού, το γέμισε με πετρέλαιο, έβαλε στην τσέπη του τα σπίρτα και τα τσιγάρα και πήρε το δρόμο επιστροφής στο σπίτι του. 

Αιφνιδιαστικά, η μαύρη σκύλα του Παπα-Θύμιου πετάχτηκε σαν ελατήριο από κάποια γωνία εκεί γύρω, γαβγίζοντας σαν λυσσασμένη. Ο Άγγελος τρόμαξε, γιατί ήξερε ότι αυτή η σκύλα είχε δαγκώσει το μισό χωριό. Προσποιήθηκε ότι παίρνει πέτρα να τη χτυπήσει, όπως είχε μάθει από μικρός, αλλά το κόλπο δεν έπιασε. Η σκύλα ρίχτηκε καταπάνω του. Από το φόβο του άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα, σαν να ’χε φτερά στα πόδια του. Η σκύλα ορμούσε πάνω του και προσπαθούσε να τον δαγκώσει στα πόδια. Και θα τον δάγκωνε, αν δεν έβγαινε έξω ο Μπαρμπα-Φώτης, χουγιάζοντας και χτυπώντας την με το μπαστούνι του. Ανακουφισμένος από τη σωτηρία της τελευταίας στιγμής, ο Άγγελος συλλογίστηκε: Σύντομα δε θα ’χω πια πρόβλημα με σκυλιά σαν αυτή.

    Όταν γύρισε στο σπίτι από το θέλημα, η οικογένειά του κάθισε στη μικρή κουζίνα για το δείπνο. Ο πατέρας του έπιασε την κεφαλή του τραπεζιού, κοντά στη μητέρα του. Δίπλα στη μητέρα κάθισε η αδερφή του η Σόφω. Η Λεμονίτσα, που ’ταν λίγο κακόκεφη όλη την ημέρα, κάθισε σε μια καρέκλα χωριστά απ’ αυτούς. Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, δεξιά από τον πατέρα του, κάθισε ο Άγγελος, πάνω σ’ ένα σκαμνί. Επρόκειτο για μια ξύλινη κατασκευή, μ’ ένα κουνελίσιο δέρμα καρφωμένο στην έδρα, που του ’χε φτιάξει ο πατέρας του, όταν είχε κλείσει τα τρία του χρόνια. Η μητέρα του έβαλε ένα καρβέλι ψωμί πάνω στο τραπέζι και έδωσε στον Άγγελο το δικό του μαχαίρι και πηρούνι. Αυτά τα σκεύη, αφημένα πίσω από τους Ναζί την ώρα που εγκατέλειπαν με βιάση τη χώρα το 1944, θύμιζαν στον Άγγελο και την οικογένεια του ότι οι φριχτοί καιροί είχαν περάσει. Ενώ τα άλλα κουταλοπήρουνα της οικογένειας, φτιαγμένα από μαλακότερο μέταλλο, που είχε ανάγκη από γάνωμα κάθε λίγα χρόνια, ήταν στραπατσαρισμένα, αυτά, σχέτο ανοξείδωτο ατσάλι, φαίνοταν να κρατάνε για πάντα. Στον Άγγελο είχε δοθεί το προνόμιο να τα χρησιμοποιεί, γιατί ήταν ο μοναχογιός των γονέων του.

    Ο πατέρας του έκανε το σημείο του σταυρού, ψέλλισε την προσευχή του και όλοι άρχισαν να τρώνε. Καθώς έτρωγαν, ο πατέρας του είπε πως είχε κάτι σημαντικό να ανακοινώσει. Περίεργοι, ο Άγγελος και οι αδερφές του ατένισαν τον πατέρα τους μέσα από το χλωμό φως της λάμπας. Ο πατέρας του θα μπορούσε να τους εκπλήξει με κάποια απίθανη ιστορία, όπως συχνά έκανε, ταξιδεύοντάς τους σ’ όλα τα χωριά, τα φυτεμένα στα ριζοβούνια  της Αρκαδίας.

    «Έχω βρει ένα μέρος για να μείνει ο Άγγελος στην πόλη», είπε. «Είναι ένα βολικό δωμάτιο».

    Ο Άγγελος ευχαρίστησε τον πατέρα του, γεμάτος χαρά.

    «Αδερφέ», είπε η Σόφω, «θα ’ρχομαι πού και πού να σου φέρνω λάχανα και πατάτες και να σου πλένω τα ρούχα.»

    Αντίθετα, η Λεμονίτσα αναστατώθηκε από τα νέα, λες κι είχε φάει χαστούκι στο πρόσωπο. «Αυτόν τον αφήσατε να πάει στο γυμνάσιο, αλλά εμένα με κρατήσατε στο σπίτι να ταϊζω τις κότες και το τραγί», ξέσπασε. «Κι εγώ είμαι αρκετά έξυπνη, αλλά το χρυσό σας αγόρι ξεμπλέκει εύκολα. Περιμένετε και θα σας κάνει το χρυσό αυγό.» Πέταξε κάτω το πηρούνι της και βγήκε με φόρα έξω από την κουζίνα.

    Ξαφνικά, το φιτίλι της λάμπας τσίριξε και πέταξε σπίθες, ενώ η μητέρα του Άγγελου αναστέναξε απογοητευμένη. Ο Άγγελος ήξερε ότι η αδερφή του, οξύθυμη όπως ήταν, είχε πληγωθεί, διότι οι γονείς του δεν την είχαν αφήσει να πάει στο γυμνάσιο, επειδή πίστευαν ότι τα κορίτσια θα ’πρεπε να μένουν στο σπίτι, να κάνουν δουλειές του σπιτιού και να βοηθούν τους γονείς τους στα χωράφια. Αντίθετα με τη Σόφω και τα περισσότερα κορίτσια του χωριού, που η μαθητεία τους στο σχολείο τελείωνε μόλις μάθαιναν να διαβάζουν και να λογαριάζουν, η Λεμονίτσα είχε τελειώσει και τις έξι τάξεις του δημοτικού σχολείου. Έχοντας ένα μυαλό ξυράφι και μια έξοχη μνήμη, ήξερε τους μήνες με τις τριάντα μία ημέρες, μπορούσε να πει απέξω με αλφαβητική σειρά όλους τους νομούς της Ελλάδας και ήταν καλή ορθογράφος. Ο Άγγελος λυπόταν την αδερφή του, ωστόσο στενοχωριόταν βλέποντας την οικογένειά του να γίνεται άνω - κάτω από τα ξέσπασματά της καθε λίγο και λιγάκι. Ο πατέρας του πρέπει να το επισήμανε αυτό και τώρα, όπως πάντα, γιατί έγειρε το κορμί του και του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Θα ηρεμήσει, γιε μου. Μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά.»

    Γρήγορα τέλειωσαν το φαγητό, και η Σόφω μάζεψε το τραπέζι. Ύστερα βγήκαν όλοι έξω από το σπίτι να καθίσουν πάνω στον ογκόλιθο και να κουβεντιάσουν με το γείτονά τους τον Μπαρμπα-Φώτη για λίγο, προτού πάνε για ύπνο.